- πλαγιότιτλος
- ο боковое заглавие (в газете)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαγιότιτλος — ο, Ν τίτλος κειμένου εφημερίδας ή άλλου εντύπου, συμπληρωματικός τού κυρίως τίτλου, ο οποίος τίθεται παραπλεύρως, πάνω αριστερά ή κάτω δεξιά από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τίτλος] … Dictionary of Greek
πλαγιότιτλος — ο τίτλος που δεν είναι τοποθετημένος πάνω, αλλά πλάι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)